λυπητικός

λυπητικός
λυπητικός, -ή, -όν (AM) [λυπώ]
αυτός που αισθάνεται λύπη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν
η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)
λυπημένα, με λύπη, με τρόπο που προξενεί λύπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυπητικός — feeling pain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητικά — λυπητικός feeling pain neut nom/voc/acc pl λυπητικά̱ , λυπητικός feeling pain fem nom/voc/acc dual λυπητικά̱ , λυπητικός feeling pain fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητικόν — λυπητικός feeling pain masc acc sg λυπητικός feeling pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητική — λυπητικός feeling pain fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητικά — και λυπητικῶς (Μ) επίρρ. βλ. λυπητικός …   Dictionary of Greek

  • λυπητικάτος — η, ο (Μ λυπητικάτος, η, ον) [λυπητικός] λυπητερός …   Dictionary of Greek

  • ՏՐՏՄԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0899 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 11c, 12c ա. λυπητικός, λυπηρός, περίλυπος dolorosus, dolorificus, tristis, molestiam adferens. Ուր կայցէ տրտմութիւն ինչ, կամ տրտմեցուցիչ. տրտմալի. վշտալից. տրտմագին.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”