- λυπητικός
- λυπητικός, -ή, -όν (AM) [λυπώ]αυτός που αισθάνεται λύπηαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόνη ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.).επίρρ...λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)λυπημένα, με λύπη, με τρόπο που προξενεί λύπη.
Dictionary of Greek. 2013.